- τραχυτέροις
- τραχύςjaggedmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
острѣи — (11) сравн. степ. к острыи. 1.Во 2 знач. Образн.: живо слово б҃иѥ ѡстрѣѥ меча. МПр XIV2, 54 об.; живо бо ре(ч) слово б҃ие и дѣиствено. и ѡстрѣе всѧкого мѣча ѡбоюду ѡстра. (τομώτερος) ЖВИ XIV–XV, 40в. 2. В 6 знач.: И о женѣ намъ и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek